-
1 απεργία
η забастовка, стачка;§ απεργία πείνας — голодовка
-
2 απεργία
ηStreik m -
3 απεργία
[апэргиа] ουσ. Θ. стачка, забастовка,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > απεργία
-
4 απεργία
[апэргиа] ουσ θ стачка, забастовка. -
5 απεργία
la vaga -
6 απεργία
штраjкГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > απεργία
-
7 απεργία
grève -
8 απεργία
strajk (m) rzecz. -
9 απεργία
stávka -
10 απεργία
strikeΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > απεργία
-
11 grev
απεργία -
12 grève
απεργία -
13 stávka
απεργία -
14 strajk
απεργία -
15 забастовка
-и θ.απεργία•всеобщая забастовка γενική απεργία•
всегреческая забастовка πανελλαδική απεργία•
забастовка протеста απεργία διαμαρτυρίας•
солидарности απεργία αλληλεγγύης•
объявить -у κηρύσσω απεργία.
-
16 стачка
стачк||аж ἡ ἀπεργία, ἡ στάση:всеобщая \стачка ἡ γενική ἀπεργία· политическая \стачка ἡ πολιτική ἀπεργία· экономическая \стачка ἡ οίκονομική ἀπεργία· устраивать \стачкау κάνω ἀπεργία, ἀπεργώ. -
17 забастовка
забастовка ж η απεργία всеобщая \забастовка η γενική απεργία* * *жη απεργίαвсео́бщая забасто́вка — η γενική απεργία
-
18 забастовка
забастовкаж ἡ ἀπεργία:всеобщая \забастовка ἡ γενική ἀπεργίά объявлять \забастовкаку κηρύττω ἀπεργία. -
19 стачка
-
20 бастовать
См. также в других словарях:
απεργία — η 1. ομαδική αποχή από τη δουλειά εργατών ή υπαλλήλων με σκοπό την επιβολή αξιώσεων, την άσκηση πίεσης ή τη διαμαρτυρία για κάποιο μέτρο της επιχείρησης: Η απεργία των λιθογράφων κράτησε τρεις σχεδόν μήνες. 2. «λευκή απεργία», το να μην… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απεργία — Μέσο συνδικαλιστικού διεκδικητικού αγώνα. Πρόκειται για πρόσκαιρη εγκατάλειψη της εργασίας, κατά τρόπο ομαδικό από μέρους των εργαζομένων, με σκοπό την προστασία των επαγγελματικών τους συμφερόντων. Κατά το πρώτο μισό του 19ου αι., η συλλογική… … Dictionary of Greek
λευκή απεργία — Μορφή διεκδικητικού αγώνα των εργαζομένων κατά των εργοδοτών τους, συγγενής με την απεργία. Συνίσταται στο ότι ο εργαζόμενος εμφανίζεται μεν στον χώρο εργασίας του, αρνείται όμως να εργαστεί (ενώ στην καθαυτό απεργία δεν παρουσιάζεται καθόλου… … Dictionary of Greek
πείνα — Η έλλειψη τροφής, λιμός. Η λήψη θρεπτικών ουσιών καταπραΰνει την π. Το ποσό των τροφίμων που απαιτείται για να κορεστεί η π. ποικίλλει ανάλογα με τα άτομα και το κλίμα. Απεργία π. λέγεται ιδιότυπο είδος απεργίας που χρησιμοποιήθηκε στους… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
απεργοσπάστης — ο (θηλ. στρια) 1. ο εργάτης ή ο υπάλληλος που σε καιρό απεργίας προσφέρεται ή ορίζεται από τον εργοδότη να αντικαταστήσει απεργό 2. εργάτης ή υπάλληλος που δεν μετέχει σε απεργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < απεργία + σπάστης < σπω. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν … Dictionary of Greek
αποκλεισμός — Όρος του διεθνούς δικαίου. Διακρίνεται σε ειρηνικό και πολεμικό α. Ο ειρηνικός συνίσταται στην παρεμπόδιση των πλοίων να προσεγγίσουν στα λιμάνια του κράτους στο οποίο επιβάλλεται, με σκοπό τη ματαίωση των εμπορικών του συναλλαγών, ώστε να… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ιβάνοβο — (Ivanovo). Πόλη (451.000 κάτ. το 2002) της Ρωσίας στις όχθες του ποταμού Ουβόντ, πρωτεύουσα ομώνυμης επαρχίας (23.900 τ. χλμ., 1.167.000 κάτ.) στα ΒΑ της Μόσχας. Η πόλη χωρίζεται σε τρεις περιφέρειες. Το σημερινό Ι. δημιουργήθηκε το 1871 από τη… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek